- οἰνοβαρής
- οἰνοβαρήςheavy with winemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οινοβαρής — ές (Α οἰνοβαρής, ές) αυτός που έχει πιει πολύ κρασί, μεθυσμένος, πιωμένος («πρῶτον αὐτὸν οἰνοβαρῆ προσείρηκεν, ὡς μάλιστα τῶν νοσημάτων τὴν οἰνοφλυγίαν προβαλλόμενος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + βαρής (< βάρος), πρβλ. φλοιο βαρής] … Dictionary of Greek
οἰνοβαρῆ — οἰνοβαρής heavy with wine neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) οἰνοβαρής heavy with wine masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) οἰνοβαρής heavy with wine masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοβαρές — οἰνοβαρής heavy with wine masc/fem voc sg οἰνοβαρής heavy with wine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοβαρέστεροι — οἰνοβαρής heavy with wine masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοβαρεῖ — οἰνοβαρέω to be heavy pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) οἰνοβαρέω to be heavy pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) οἰνοβαρής heavy with wine masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) οἰνοβαρής heavy with wine masc/fem/neut dat … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοβαρεῖς — οἰνοβαρέω to be heavy pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) οἰνοβαρής heavy with wine masc/fem acc pl οἰνοβαρής heavy with wine masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροβαρώ — ἀκροβαρῶ ( έω) (Α) χάνω την ισορροπία μου γιατί δέχομαι υπερβολική πίεση στα άκρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀκροβαρής < ἀκρο (Ι) + βαρής < βάρος, πρβλ. οἰνοβαρής οἰνοβαρῶ, καρηβαρής καρηβαρῶ] … Dictionary of Greek
βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η … Dictionary of Greek
βαρώ — ( άω και έω) (AM βαρῶ, έω, Μ και άω) 1. πιέζω με το βάρος μου 2. ενοχλώ, λυπώ μσν. νεοελλ. 1. χτυπώ, πλήττω 2. σημαίνω, χτυπώ («βαρούν τις καμπάνες», «βαράει η καμπάνα») 3. έχω βάρος, ζυγίζω 4. φρ. «βαράω λουμπάρδα, τουφεκιές» πυροβολώ νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
γυιοβαρής — γυιοβαρής, ές (Α) αυτός που βαραίνει τα μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + βαρής < βάρος (πρβλ. οινοβαρής, χαλκοβαρής)] … Dictionary of Greek